Κεντρική Αποθήκη Δασικών Σπόρων
Η Κεντρική Αποθήκη Δασικών Σπόρων αποτελεί τη μοναδική υπηρεσία στη χώρα μας που ασχολείται με τη συλλογή, εκκόκκιση, διατήρηση, διακίνηση και ποιοτικό έλεγχο δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού με σκοπό την παραγωγή ποιοτικών φυταρίων από τα δημόσια δασικά φυτώρια για την κάλυψη των αναγκών υλοποίησης αναδασωτικών προγραμμάτων.
Στην Ελλάδα, η πλούσια βιοποικιλότητα με τον ασυνήθιστα υψηλό βαθμό ενδημισμού οφείλεται, εν μέρει στην ποικιλότητα του κλίματος, του εδάφους, των απομονωμένων γεωγραφικά περιοχών και των νησιών. Διακρίνονται τέσσερα διαφορετικά επίπεδα βιοποικιλότητας, το καθένα από τα οποία έχει διαφορετική σημασία αλλά ταυτόχρονα αποτελεί κομμάτι αναπόσπαστο ενός ενιαίου συνόλου.
Το πρώτο επίπεδο είναι εκείνο της γενετικής βιοποικιλότητας η οποία εκφράζει το εύρος των κληρονομικών καταβολών ενός συγκεκριμένου είδους. Το δεύτερο επίπεδο είναι αυτό της βιοποικιλότητας των ειδών φυτών και ζώων η οποία εκφράζεται με το πλήθος των ειδών φυτών και ζώων που απαντούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Το τρίτο επίπεδο βιοποικιλότητας, γνωστό ως βιοποικιλότητα οικοσυστημάτων ή φυτοκοινωνιών (habitats), εκφράζεται με το πλήθος των συνδυασμών ειδών φυτών και ζώων που συναντώνται σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Το τέταρτο επίπεδο είναι εκείνο της βιοποικιλότητας των τοπίων, το οποίο εκφράζεται με το πλήθος των τύπων τοπίων που εμφανίζονται σε μια περιοχή ή σε μια χώρα.
Η ίδρυση και εξάπλωση των δασών στη χώρα μας έγινε σε ποικίλα περιβάλλοντα τα οποία χαρακτηρίζονται και από τα παραπάνω τέσσερα επίπεδα βιοποικιλότητας. Παρά τη διάκριση της βιοποικιλότητας σε διάφορα επίπεδα, η προστασία και διαχείριση τους πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι ενιαίο. Για αυτό είναι ζωτικής σημασίας οι πληθυσμοί των δασικών ειδών να διατηρηθούν, να προστατευθούν και να χρησιμοποιηθούν με αειφορικούς χειρισμούς έτσι ώστε να διατηρηθούν για τις επόμενες γενιές.
Το ρόλο της διαχείρισης και προστασίας έχει αναλάβει η δασική υπηρεσία, με γνώμονα πάντα τις αρχές της «αειφορικής διαχείρισης των δασών». Προκειμένου τα δάση να έχουν αυξημένη αξία, από άποψη σταθερότητας, προσαρμογής, ανθεκτικότητας και ποικιλομορφίας για την διαχείριση τους πρέπει να χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, δασικό πολλαπλασιαστικό υλικό υψηλής γενετικής και φαινοτυπικής ποιότητας προσαρμοσμένο στην εκάστοτε τοποθεσία και υψηλής ποιότητας.
Όταν η δασική υπηρεσία καλείται να εκτελέσει δασοτεχνικά έργα όπως αναδασώσεις (παραγωγικές, αισθητικές και προστατευτικές) με σκοπό τη δημιουργία νέων δασών, ή την επαναδημιουργία των δασών που καταστρέφονται από πυρκαγιές και άλλες αιτίες, ή την ανανέωση των δασοπονικά ώριμων δασών, ή την ανόρθωση των υποβαθμισμένων δασικών οικοσυστημάτων με εξασφάλιση της φυσικής αναγέννησης ή τεχνητής επέμβασης (σπορά ή φύτευση) πρέπει να θέτει ως προϋπόθεση την εξασφάλιση καλής ποιότητας δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού με σκοπό την παραγωγή ποιοτικών φυταρίων από τα δημόσια δασικά φυτώρια. Η σπουδαιότητα της προέλευσης του δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού (σπόρων, καρπών) είναι αναγνωρισμένη σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο και πολλές χώρες συγκαταλέγοντας και την Ελλάδα έχουν θεσμοθετήσει νόμους και εγκυκλίους για το θέμα αυτό.
Τα κυριότερα δασοπονικά είδη που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα σε μεγάλο ποσοστό στα αναδασωτικά προγράμματα που εκτελούνται στη χώρα μας είναι τα πεύκα γιατί αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της αυτόχθονης βλάστησης των περιοχών που συνήθως πραγματοποιούνται οι αναδασώσεις. Πέραν αυτών τα τελευταία χρόνια και άλλα είδη όπως το κυπαρίσσι, το σφενδάμι, η κεφαληνιακή ελάτη, η λεύκη, η κουτσουπιά, η δρύς, ο φράξος κ.ά. χρησιμοποιούνται για αναδασώσεις, δασώσεις καθώς και για καλλωπιστικούς σκοπούς.
Την αρμοδιότητα για την εξασφάλιση καλής ποιότητας δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού έχει το Τμήμα Δασικών Φυτωρίων και Σποροπαραγωγής της Διεύθυνσης Αναδασώσεων & Ορεινής Υδρονομικής (Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος – ΥΠΕΚΑ), το οποίο καταρτίζει το πρόγραμμα σποροσυλλογής και προμηθεύει με δασικό πολλαπλασιαστικό υλικό (σπόρους και φυτευτικό υλικό) τα δημόσια δασικά φυτώρια της Χώρας και τρίτους. Το έργο της παραγωγής, διακίνησης και ελέγχου του δασικού πολλαπλασιαστικό υλικό έχει αναλάβει η Κεντρική Αποθήκη Δασικών Σπόρων.
Κεντρική Αποθήκη Δασικών Σπόρων
Η Κεντρική Αποθήκη Δασικών Σπόρων (ΚΑΔΣ) ιδρύθηκε το 1989 και λειτουργεί σε επίπεδο Κεντρικής Δασικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΚΑ. Είναι η μοναδική στη χώρα η οποία ασχολείται με την συλλογή, εκκόκκιση, διατήρηση, διακίνηση και ποιοτικό έλεγχο δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού με σκοπό την παραγωγή ποιοτικών φυταρίων από τα δημόσια δασικά φυτώρια για την κάλυψη των αναγκών υλοποίησης αναδασωτικών προγραμμάτων.
Η ΚΑΔΣ περιλαμβάνει στις εγκαταστάσεις της το Εκκοκκιστήριο, το Εργαστήριο Ελέγχου και Πιστοποίησης του δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού και ψυκτικούς θαλάμους για τη διατήρηση των αποθεμάτων των σπόρων σε κατάλληλες συνθήκες και θερμοκρασίες.
Το 1992 εκσυγχρονίζεται το Εκκοκκιστήριο και εγκαθίσταται η πρώτη αυτοματοποιημένη μονάδα επεξεργασίας δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού για περιορισμένο αριθμό ειδών (κώνοι). Η καλύτερη εκκόκκιση των δασικών σπόρων έχει ως αποτέλεσμα να έχουμε λιγότερες απώλειες στο πρωτογενές υλικό, μικρότερους χρόνους παραγωγής, καλύτερη ποιότητα του τελικού προϊόντος (δασικών σπόρων) με επακόλουθο την διατήρηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών (υψηλή καθαρότητα, φυτρωτικότητα, σχετική υγρασία) τους στους αποθηκευτικούς χώρους για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτό συμβάλει στο να αντιμετωπίζουμε καλύτερα τις χρονιές όπου δεν είναι δυνατή η συλλογή του πρωτογενούς πολλαπλασιαστικού υλικού (κώνοι, καρποί), να εφοδιάζουμε τα δασικά φυτώρια με καλής ποιότητας πολλαπλασιαστικό υλικό (σπόρους) καθώς επίσης και τη διάθεση σε τρίτους τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού.
Το 2004 τίθεται σε λειτουργία το Εργαστήριο Ελέγχου και Πιστοποίησης ποιοτικών χαρακτηριστικών του δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού και η έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών. Επίσης δίνει κατευθυντήριες γραμμές για την σωστότερη εκκόκκιση και διατήρηση των σπόρων στις εγκαταστάσεις της ΚΑΔΣ. καθώς και πληροφορίες για τους τρόπους παραγωγής σπόρων σε φυτάρια, με αποτέλεσμα να μειώνεται το κόστος παραγωγής στα δασικά φυτώρια και τέλος ερευνά την δυνατότητα συλλογής και παραγωγής και άλλων δασικών ειδών.
Στόχος είναι, η Κεντρική Αποθήκη Δασικών Σπόρων να εξελιχθεί και να εκσυγχρονιστεί με μηχανήματα σύγχρονης τεχνολογίας έτσι ώστε σύντομα να μετατραπεί σε Τράπεζα Διατήρησης Δασικού Γενετικού Υλικού.
Η διαδρομή από τη συλλογή μέχρι την παραγωγή και διακίνηση του σπόρου
1. Οι δασικές υπηρεσίες στέλνουν στην Κεντρική Αποθήκη Δασικών Σπόρων υλικό που συλλέγουν από τα δάση όπως κώνους, στρόβιλους και καρπούς. | Συστάδα από την οποία συλλέγονται κώνοι | Τρόπος συλλογής κώνων | |
2. Στο Εκκοκκιστήριο της ΚΑΔΣ γίνονται όλες οι απαραίτητες εργασίες (καθαρισμός από ξένες ύλες, αποπτερύγωση, κλασματοποίηση, διαχωρισμός κ.α) προκειμένου να εξάγουμε του σπόρους. | Εγκαταστάσεις εκκοκιστηρίου | ||
3. Αφού εξαχθούν οι σπόροι γίνεται ο ποιοτικός έλεγχος στο Εργαστήριο Ελέγχου και Πιστοποίησης (παρακολούθηση της περιεχόμενης υγρασίας των σπόρων, φυτρωτικότητα, καθαρότητα, βάρος 1000σπόρων) | Εργαστήριο Ποιοτικού Ελέγχου και Πιστοποίησης | ||
4. Στη συνέχεια ο σπόρος συσκευάζεται σε πλαστικά δοχεία και αποθηκεύεται σε θαλάμους -ψυγεία με θερμοκρασία ανάλογη με τις ανάγκες του κάθε είδους. Κάποιοι σπόροι φυλάσσονται σε απλή ψύξη 0 έως 4 βαθμών Κελσίου, ενώ κάποιοι μπαίνουν στη βαθιά κατάψυξη από 0 έως -3 βαθμούς Κελσίου | Αποθήκευση σε Θάλαμο-Ψυγείο | ||
5. Κάθε έτος ανάλογα με τα αιτήματα των δασικών υπηρεσιών γίνεται η διακίνηση των δασικών σπόρων με σκοπό την παραγωγή φυταρίων για την εκτέλεση των διαφόρων | Δημόσιο δασικό φυτώριο |
Βίντεο – Παρουσίαση της Αποθήκης Δασικών Σπόρων