Προστασία Στιβάδας του Όζοντος
Η προστασία της στιβάδας του όζοντος όπως και η κλιματική αλλαγή είναι ένα παγκόσμιο περιβαλλοντικό θέμα η σοβαρότητα του οποίου έγινε σαφής ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Η Διεθνής κοινότητα ανταποκρίθηκε στο πρόβλημα θέτοντας σε εφαρμογή τη Συνθήκη της Βιέννης (1986) και το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ (1987). Τον συντονιστικό και διαχειριστικό ρόλο για την παρακολούθηση εφαρμογής του Πρωτοκόλλου έχει αναλάβει στα πλαίσια του UNEP η Γραμματεία του Όζοντος.
Ο ρόλος του όζοντος στη στρατόσφαιρα
Το όζον είναι ένα φυσικό συστατικό της ατμόσφαιρας σε πολύ μικρή συγκέντρωση. Περίπου 10% της συνολικής ποσότητας όζοντος βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια της Γης, στην περιοχή της ατμόσφαιρας που ονομάζεται τροπόσφαιρα και εκτείνεται μέχρι τα 10-16 km από την επιφάνειά της. Το υπόλοιπο 90% βρίσκεται στην στρατόσφαιρα η οποία εκτείνεται από το τέλος της τροπόσφαιρας μέχρι τα 50 km από την επιφάνεια της Γης. Η μεγαλύτερη ποσότητα όζοντος βρίσκεται χαμηλά στη στρατόσφαιρα (από 19 έως 23 Km) και είναι αυτή η οποία ονομάζεται στιβάδα όζοντος.
Η στιβάδα όζοντος αποτελεί προστατευτική ασπίδα από την υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία για τα ζώα και τα φυτά του πλανήτη, διότι απορροφά την υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία. Αυξημένα επίπεδα υπεριώδους ακτινοβολίας προκαλούν βλάβες στους ζωντανούς οργανισμούς και σχετίζονται με την εμφάνιση καρκίνου του δέρματος, καταρράκτη και εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 πρωτοποριακές έρευνες κατέδειξαν για πρώτη φορά τους μηχανισμούς σύνθεσης αλλά και αποσύνθεσης της στιβάδας του όζοντος. Κυρίως όμως ανακαλύφθηκε ότι ορισμένες συνθετικές χημικές ουσίες οι οποίες περιέχουν χλώριο και βρώμιο στα μόριά τους καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος. Καθοριστικής σημασίας για την ανακάλυψη αυτή ήταν οι εργασίες των καθηγητών Paul Crutzen, Mario Molina και Sherwood Rowland οι οποίοι τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1995.
Όταν μετρήσεις των συγκεντρώσεων όζοντος άρχισαν να επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών, η Διεθνής Κοινότητα αποφάσισε να λάβει μέτρα.
Οι ουσίες που καταστρέφουν το στρατοσφαιρικό όζον (ODS)
Οι χλωροφθωράνθρακες (CFCs), που είναι οι πιο γνωστές ουσίες που συμβάλλουν στην καταστροφή της στιβάδας του όζοντος, δημιουργήθηκαν αρχικά το 1928. Λόγω του ότι δεν είναι εύφλεκτοι και έχουν χαμηλή τοξικότητα, χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές και διάφορες εφαρμογές, όπως σαν ψυκτικές ουσίες στα ψυγεία και τα κλιματιστικά, ως προωθητικά αέρια σε δοχεία αερολυμάτων, σε προϊόντα καθαρισμού ηλεκτρονικού εξοπλισμού, στην παραγωγή αφρωδών πλαστικών, κλπ.
Οι υδροχλωροφθοράνθρακες (HCFCs), αναπτύχθηκαν ως υποκατάστατα των CFCs ως ψυκτικές ουσίες και για την παραγωγή αφρωδών υλικών. Παρόλο που οι υδροχλωροφθοράνθρακες έχουν χαμηλότερη δυνατότητα καταστροφής της στιβάδας του όζοντος, (Ozone Depleting Potential – ODP), εξακολουθούν να το επηρεάζουν σημαντικά για να επιτραπεί η μακροχρόνια χρήση τους.
Οι βασικότερες χημικές ουσίες που περιέχουν βρώμιο και που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος ονομάζονται halons και χρησιμοποιούνται κυρίως στον εξοπλισμό πυρόσβεσης. Μερικά halons έχουν δυνατότητα καταστροφής του όζοντος δέκα φορές ψηλότερη από αυτή του πιο ισχυρού χλωροφθοράνθρακα.
Δύο άλλες χημικές ουσίες που έχουν σημαντική δυνατότητα καταστροφής της στιβάδας του όζοντος και που χρησιμοποιούνται ευρέως ως διαλύτες για τον καθαρισμό μετάλλων, είναι ο τετραχλωράνθρακας και το μεθυλοχρωροφόρμιο.
Μια άλλη χημική ουσία με ένα υψηλό ODP είναι το μεθυλοβρωμίδιο, που χρησιμοποιείται κυρίως ως γεωργικό φυτοφάρμακο και για την απολύμανση γεωργικών προϊόντων.
Διεθνές πλαίσιο – Συμβάσεις και πρωτόκολλα των Ηνωμένων Εθνών
Η Σύμβαση της Βιέννης και το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ
Η Σύμβαση της Βιέννης για την προστασία της στιβάδας του όζοντος αποκαλείται συχνά ως “Συνθήκη Πλαίσιο” δεδομένου ότι αποτέλεσε το αρχικό πλαίσιο των προσπαθειών για την προστασία της στιβάδας του όζοντος. Συμφωνήθηκε το 1985 και τέθηκε σε εφαρμογή στις 22 Σεπτεμβρίου του 1988. Το 2009 η Σύμβαση της Βιέννης έγινε η πρώτη διεθνής συμφωνία που έτυχε καθολικής επικύρωσης από όλα τα κράτη μέλη (μέρη) του ΟΗΕ.
Στόχος της Σύμβασης ήταν η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των μερών στους τομείς της συστηματικής μελέτης, έρευνας και ανταλλαγής πληροφοριών για τις επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη στιβάδα του όζοντος. Παράλληλα τα μέρη καλούνταν να λάβουν νομοθετικά και διοικητικά μέτρα για τον έλεγχο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη στιβάδα του όζοντος. Η Σύμβαση της Βιέννης δεν δέσμευε τα μέρη στη λήψη συγκεκριμένων μέτρων. Τον ρόλο αυτό ανέλαβε, δύο χρόνια αργότερα, μία δεύτερη διεθνής συμφωνία, στα πλαίσια της Σύμβασης, το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ,
Η Ελλάδα κύρωσε τη Συνθήκη το 1988 με τον Ν. 1818/1988, ΦΕΚ 253Α/15-11-1988)
Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος, είχε αντικείμενο τη μείωση της παραγωγής και κατανάλωσης του ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος (ozone depleting substances – ODS) με στόχο τη μείωση των συγκεντρώσεων των ουσιών αυτών στην ατμόσφαιρα και την προστασία της εύθραυστης στιβάδας του όζοντος. Το πρωτόκολλο συμφωνήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1987 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1989
Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν ανακηρύξει την 16η Σεπτεμβρίου, ημερομηνία υπογραφής του Πρωτοκόλλου Παγκόσμια Ημέρα για την Προστασία της Στιβάδας του Όζοντος. Η Ελλάδα κύρωσε το Πρωτόκολλο το 1992 με τον Ν. 2110/1992, ΦΕΚ 206Α/29-12-1992.
Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ
Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ θέτει συγκεκριμένους (και υποχρεωτικούς για τις χώρες-μέλη) περιορισμούς στην παραγωγή και κατανάλωση των ODS.
Για κάθε μία από τις ομάδες των ODS (CFCs, Halons, HCFCs, μεθυλοβρωμίδιο κ.λπ.) τίθενται συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα που προβλέπουν μια διαδικασία παγώματος (σε σχέση με μία περίοδο αναφοράς) > μείωσης > κατάργησης.
Ισχύουν διαφορετικά χρονοδιαγράμματα για τις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, ή όπως χαρακτηρίζονται χώρες του άρθρου 5 (του πρωτοκόλλου). Στις αναπτυσσόμενες χώρες δίνεται συνήθως μια περίοδος χάριτος πριν αρχίσουν τη μείωση. Μέσα σε αυτή την περίοδο μπορούν ακόμη και να αυξήσουν τη χρήση των ODS.
Oρίζονται διαδικασίες ελέγχου των χωρών-μελών, όπως κανόνες για τη συλλογή και αναφορά ετήσιων στοιχείων (έτσι ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος), περιορισμοί στο εμπόριο με μη Μέρη και διαδικασίες που ακολουθούνται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Προβλέπονται ειδικές διατάξεις προσαρμογής που επιτρέπουν στα συμβαλλόμενα μέρη του Πρωτοκόλλου να ανταποκρίνονται γρήγορα στις νέες επιστημονικές πληροφορίες και να συμφωνούν σε επιτάχυνση των μειώσεων των ουσιών που καλύπτονται από το πρωτόκολλο.
Τον συντονιστικό και διαχειριστικό ρόλο για την παρακολούθηση εφαρμογής του Πρωτοκόλλου έχει αναλάβει στα πλαίσια του UNEP η Γραμματεία του Όζοντος με έδρα το Ναϊρόμπι. Διάφορα άλλα όργανα έχουν συσταθεί για να διευκολύνουν το έργο της Γραμματείας.
Το όργανο το οποίο ελέγχει τη συμμόρφωση των μερών είναι η Επιτροπή Συμμόρφωσης και ο ρόλος της είναι να εντοπίζει παραλήψεις, να εισηγείται μέτρα για την επίτευξη συμμόρφωσης και στη συνέχεια εάν αυτά αποτύχουν να εισηγείται ποινές.
Σημαντικότατο ρόλο έχει η Επιστημονική και Τεχνική Επιτροπή (TEAP) που παρακολουθεί τη στιβάδα του όζοντος, τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις και ενημερώνει και εισηγείται ανάλογα.
Τα Μέρη έχουν οικονομικές υποχρεώσεις προς τη Σύμβαση και το Πρωτόκολλο για τις λειτουργικές ανάγκες της Γραμματείας.
Οι αναπτυγμένες χώρες έχουν επιπλέον υποχρεώσεις, ώστε να ενισχύονται οι αναπτυσσόμενες ως προς την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου μέσω του ειδικού πολυμερούς ταμείου (Multilateral Fund – MLF). Το ύψος των υποχρεώσεων ακολουθεί την σχετική κλίμακα του ΟΗΕ που έχουν αποδεχτεί τα Κράτη Μέλη.
Κάθε χρόνο πραγματοποιείται Συνάντηση των Μερών (MOP) στην οποία συζητούνται όλα τα επί μέρους θέματα και αποφασίζονται (με ομοφωνία) προσαρμογές και τροποποιήσεις του πρωτοκόλλου.
Προσαρμογές και τροποποιήσεις του Πρωτοκόλλου
Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ του 1987, ήταν το πρώτο βήμα της διεθνούς προσπάθειας για την προστασία του στρατοσφαιρικού όζοντος. Έκτοτε, το πρωτόκολλο έχει υποστεί αρκετές τροποποιήσεις και προσαρμογές προς την κατεύθυνση της συμπερίληψης νέων επικίνδυνων ουσιών και της συντόμευσης των χρονοδιαγραμμάτων μείωσης/απόσυρσης.
Στο πρωτόκολλο του 1987, οι ανεπτυγμένες χώρες ήταν υποχρεωμένες να αρχίσουν τη σταδιακή κατάργηση των χλωροφθορανθράκων (CFCs) το 1993 και να φθάσουν σε μείωση της κατανάλωσης κατά 50% (σε σχέση με τα επίπεδα του 1986) το 1998. Επίσης οι αναπτυγμένες χώρες είχαν την υποχρέωση να παγώσουν την κατανάλωση των Halons στα επίπεδα του 1986. Στις αναπτυσσόμενες χώρες δόθηκε περίοδος χάριτος 10 ετών πριν αρχίσουν τη διαδικασία μείωσης.
Από το 1987, το πρωτόκολλο έχει υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις και προσαρμογές οι οποίες έχουν συμφωνηθεί στις συναντήσεις των μερών (MOP) με ομοφωνία.
Η τροποποίηση του Λονδίνου (1990) άλλαξε τα χρονοδιαγράμματα μείωσης για τα CFCs, τα halons και τον τετραχλωράνθρακα απαιτώντας την πλήρη κατάργησή τους (phase-out) μέχρι το 2000 στις ανεπτυγμένες χώρες, και μέχρι το 2010 στις αναπτυσσόμενες. Το μεθυλοχλωροφόρμιο προστέθηκε επίσης στον κατάλογο των ελεγχόμενων ODSs, με προβλεπόμενη κατάργηση το 2005 στις ανεπτυγμένες χώρες και το 2015 στις αναπτυσσόμενες.
Η τροποποίηση της Κοπεγχάγης (1992) επιτάχυνε σημαντικά τη σταδιακή κατάργηση των ODS και ενσωμάτωσε χρονοδιάγραμμα σταδιακής κατάργησης των HCFCs για τις ανεπτυγμένες χώρες, ξεκινώντας από το 2004. Βάσει της συμφωνίας αυτής, τα CFSs, τα halons, ο τετραχλωράνθρακας και το μεθυλοχλωροφόρμιο προβλέφθηκε να καταργηθούν το 1996 στις ανεπτυγμένες χώρες. Επιπλέον, η κατανάλωση βρωμιούχου μεθυλίου σταθεροποιήθηκε στα επίπεδα του 1991.
Η τροποποίηση του Μόντρεαλ (1997) προσδιόρισε την πλήρη κατάργηση των HCFCs στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και τη σταδιακή κατάργηση του βρωμιούχου μεθυλίου στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες το 2005 και το 2015, αντίστοιχα.
Η τροποποίηση του Πεκίνου (1999) ενσωμάτωσε αυστηρούς ελέγχους στην παραγωγή και το εμπόριο των HCFCs. Προστέθηκε επίσης το βρωμοχλωρομεθάνιο στον κατάλογο των ελεγχόμενων ουσιών με κατάργηση το 2004.
Εκτός από τις προσαρμογές και τροποποιήσεις του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, στις συναντήσεις των μερών του πρωτοκόλλου (MOP) κάθε χρόνο λαμβάνονται και πολλές εφαρμοστικές αποφάσεις. Μέχρι σήμερα έχουν ληφθεί περισσότερες από 750 αποφάσεις.
Αξίζει εδώ να αναφερθεί η απόφαση 6 της 19ης MOP (Απόφαση ΧΙΧ/6 – Μόντρεαλ 2007) στην οποία τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν σε μια πιο επιθετική πολιτική (χρονοδιαγράμματα) για την κατάργηση των HCFC τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Κατά τον ΟΗΕ το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ αποτελεί παράδειγμα επιτυχούς συνεργασίας της επιστημονικής κοινότητας και των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, καθώς και μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών.
Αποτελέσματα του πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ – σημερινή αποτίμηση της κατάστασης της στιβάδας του όζοντος
Σήμερα και μετά από 25 χρόνια εφαρμογής του Πρωτοκόλλου, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα είναι πλέον σε θέση να καταγράψει και να τεκμηριώσει τα πρώτα σίγουρα σημάδια αναστροφής του επικίνδυνου φαινομένου της καταστροφής της στιβάδας του στρατοσφαιρικού όζοντος.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 2014 το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) και ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός (WMO) παρουσίασαν στη Νέα Υόρκη επίσημη έκθεση με τα αποτελέσματα των πρόσφατων επιστημονικών ερευνών για την κατάσταση της στιβάδας του όζοντος. Η έκθεση, η οποία συντάχθηκε και ελέγχθηκε από 282 επιστήμονες από 36 χώρες, δίνει τις πρώτες τεκμηριωμένες ενδείξεις για αναστροφή του φαινομένου:
- Η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού όγκου των καταστροφικών ουσιών (ODS) στην τροπόσφαιρα και τη στρατόσφαιρα και την καταγραφή πλέον πτωτικών τάσεων στις συγκεντρώσεις. Στις επί μέρους κατηγορίες ουσιών και ενώ το μεγαλύτερο μέρος αυτών μειώνεται, παρατηρείται ακόμη αύξηση για τα HCFCs και το Hallon 1301.
- Σαν αποτέλεσμα του ελέγχου των ODS, η σταδιακή μείωση της στιβάδας του όζοντος, η οποία ήταν εμφανής κατά τη δεκαετία του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έχει πλέον ανακοπεί. Ήδη από το 2000 η ολική ποσότητα όζοντος παραμένει σταθερή ενώ υπάρχουν ενδείξεις κάποιας μικρής ανάκαμψης τα τελευταία χρόνια.
- Με βάση τις προβλέψεις των ερευνητών η ανάκαμψη της στιβάδας του όζοντος είναι πλέον εφικτή εφόσον συνεχίζει να εφαρμόζεται το πρωτόκολλο του Μόντρεαλ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η στιβάδα του όζοντος θα επανέλθει στα επίπεδα του 1980 πριν από τα μέσα του 21ου αιώνα στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη (Αρκτική και μέσα γεωγραφικά πλάτη), ενώ στην Ανταρκτική, στην οποία παρατηρείται και η μεγαλύτερη απώλεια, η ανάκαμψη θα καθυστερήσει περισσότερο.
Ωστόσο, η έκθεση διαπιστώνει ότι οι θετικές αυτές εξελίξεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να απειληθούν εάν δεν ληφθούν στο μέλλον σοβαρά μέτρα για τον έλεγχο άλλων ουσιών οι οποίες συνδέονται και με την κλιματική αλλαγή:
Οι υδροφθοράνθρακες (HFCs), οι οποίοι έχουν χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιούνται ευρύτατα για την αντικατάσταση των ODS κυρίως στους τομείς Ψύξης και Κλιματισμού, έχουν πολύ υψηλό δυναμικό θέρμανσης του πλανήτη (GWP) και εάν δεν ανακοπεί η αυξανόμενη χρήση τους (ιδιαίτερα αυτών με υψηλό GWP), θα συμβάλλουν σημαντικά στην κλιματική αλλαγή τις επόμενες δεκαετίες.
Η έκθεση καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα (CO2), μεθανίου (CH4) και υποξειδίου του αζώτου (N2O) θα επηρεάσουν σημαντικά τις εξελίξεις στη στιβάδα του όζοντος το δεύτερο μισό αυτού του αιώνα.
Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία της στιβάδας του όζοντος
Ευρωπαϊκή Ένωση συμμετέχει στο Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ ως ξεχωριστό Μέρος. Αυτό σημαίνει πως κάθε χώρα μέλος της ΕΕ λειτουργεί κάτω από την «ομπρέλα» της ΕΕ αλλά ταυτόχρονα και ως ξεχωριστό Μέρος του Πρωτοκόλλου υπεύθυνο για την εφαρμογή του. Για την εφαρμογή και παρακολούθηση του Πρωτοκόλλου, η ΕΕ έχει θέσει σε εφαρμογή μια σειρά από Κανονισμούς και μηχανισμούς εφαρμογής και παρακολούθησης. Οι Κανονισμοί αυτοί ενσωματώνουν τα μέτρα και τα χρονοδιαγράμματα του Πρωτοκόλλου και, σε αρκετά σημεία, είναι αυστηρότεροι από αυτό.
Ο βασικός Κανονισμός της ΕΕ για την προστασία της στιβάδας του όζοντος είναι ο 1005/2009 για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1/1/2010. Ο Κανονισμός 1005 αντικατέστησε τον προγενέστερο Κανονισμό 2037/2000 (ο οποίος με τη σειρά του είχε αντικαταστήσει τον 3093/1994). Η Ευρωπαϊκή νομοθεσία παρακολουθεί τις εξελίξεις στο πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, τόσο με την τακτική αναθεώρηση των σχετικών Κανονισμών, όσο και με τη λειτουργία σχετικών υπηρεσιών και θεσμικών οργάνων.
Ο Κανονισμός 1005/2009
Ο Κανονισμός 1005/2009 αποτελεί το βασικό εργαλείο εφαρμογής της Ευρωπαϊκής πολιτικής για την προστασία της στιβάδας του όζοντος. Ενσωματώνει τις τελευταίες εξελίξεις (μέχρι το 2009) στο πρωτόκολλο του Μόντρεαλ και ταυτόχρονα εκφράζει την βασική πολιτική της Ε.Ε να είναι ένα βήμα μπροστά στις εξελίξεις, ιδιαίτερα στα διεθνή περιβαλλοντικά θέματα. Ετσι ο Κανονισμός ορίζει πιο αυστηρά και εξειδικευμένα μέτρα για την απαγόρευση χρήσης ή σταδιακή μείωση ανάλογα με την ελεγχόμενη ουσία, για την παραγωγή και διακίνηση γενικά των ελεγχομένων ουσιών και προϊόντων που τις περιέχουν, για τον περιορισμό των εκπομπών κατά τη συντήρηση του εξοπλισμού (κυρίως στη φάση της απόσυρσης) και για τον έλεγχο των εισαγωγών και εξαγωγών.
Πεδίο εφαρμογής
Ελεγχόμενες ουσίες: Χλωροφθοράνθρακες (CFCs), Υδροχλωροφθοράνθρακες (HCFCs), Halons, Μεθυλοβρωμίδιο, Τετραχλωράνθρακας κ.λπ., οι οποίες καταγράφονται στο Παράρτημα Ι καθώς και οι νέες ουσίες του Παραρτήματος ΙΙ.
Προϊόντα και εξοπλισμός που περιέχουν ελεγχόμενες ουσίες ή των οποίων η χρήση βασίζεται σε αυτές (π.χ. συστήματα ψύξης, κλιματισμού, πυρόσβεσης, αφρώδη μονωτικά υλικά κ.λπ.).
Κλάδοι της οικονομίας και τεχνικοί κλάδοι όπως οι παραγωγοί, προμηθευτές, εισαγωγείς και εξαγωγείς ODS, τεχνικοί συντήρησης καθώς και οι χρήστες σε όλα τα επίπεδα (οικιακό, εμπορικό, βιομηχανικό).
Βασικές απαγορεύσεις
Η παραγωγή, διάθεση στην αγορά (συμπεριλαμβανομένων και των εισαγωγών/εξαγωγών) και χρήση ελεγχόμενων ουσιών.
Η διάθεση στην αγορά (συμπεριλαμβανομένων και των εισαγωγών / εξαγωγών) προϊόντων και εξοπλισμού που περιέχουν ελεγχόμενες ουσίες ή εξαρτώνται από αυτές.
Από 1/1/2010 η χρήση παρθένων HCFCs (π.χ. R-22) για την συντήρηση ή επισκευή υφιστάμενου εξοπλισμού ψύξης, κλιματισμού και αντλιών θερμότητας. Πιθανά αποθέματα παρθένων HCFCs μετά την ημερομηνία αυτή απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν και οδηγούνται για καταστροφή. Μέχρι την 31/12/2014 επιτρεπόταν η συντήρηση ή επισκευή με ανακυκλωμένα ή ανακτημένα HCFCs.
Από 1/1/2015 και η χρήση ποιοτικά αποκατεστημένων ή ανακυκλωμένων HCFCs για τη συντήρηση ή επισκευή υφιστάμενου εξοπλισμού ψύξης, κλιματισμού και αντλιών θερμότητας.
Η χρήση Halons σε υφιστάμενα συστήματα πυρόσβεσης (εκτός και εάν υπόκεινται στην εξαίρεση “κρίσιμων χρήσεων”). Τα συστήματα αυτά παροπλίζονται.
Από 19 Μαρτίου 2010 η χρήση μεθυλοβρωμιδίου σε εφαρμογές υγειονομικής απομόνωσης και προετοιμασίας αποστολής φορτίου.
Η χρήση μη επαναγεμιζόμενων περιεκτών.
Παρεκκλίσεις
- Επιτρέπεται, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, η χρήση ελεγχόμενων ουσιών ως πρώτων υλών, μέσων επεξεργασίας, ή για βασικές εργαστηριακές και αναλυτικές χρήσεις.
- Επιτρέπεται η χρήση Halons σε κρίσιμες χρήσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Καν (EK) 744/2010.
Αδειοδότηση για εισαγωγές και εξαγωγές
Για τις επιτρεπόμενες χρήσεις και προϊόντα, οι εισαγωγές και εξαγωγές υπόκεινται σε ειδική αδειοδότηση η οποία παρέχεται κατευθείαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω ειδικού ηλεκτρονικού συστήματος.
Εθνικό εστιακό σημείο για την προστασία της στιβάδας του όζοντος
H Διεύθυνση Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας της Ατμόσφαιρας, της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής, είναι ο Εθνικός Συντονιστής για τη συνολική εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για την προστασία της Στιβάδας του Όζοντος. Στα πλαίσια αυτών του των αρμοδιοτήτων το ΥΠΕΝ συντονίζει τα συναρμόδια Υπουργεία και φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τη λήψη των μέτρων που απαιτούνται για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, των Ευρωπαϊκών Κανονισμών που τέθηκαν σε ισχύ για την εφαρμογή του και της σχετικής εθνικής νομοθεσίας. Ειδικότερα:
Επεξεργάζεται και συντάσσει, σε συνεργασία με τα κατά περίπτωση συναρμόδια Υπουργεία και Φορείς, τα απαραίτητα νομοθετήματα για την εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με τις προβλέψεις του Πρωτοκόλλου και των Ευρωπαϊκών Κανονισμών και επιβλέπει την εφαρμογή τους.
Παρακολουθεί, επιβλέπει και συντονίζει την εφαρμογή μέτρων πολιτικής τα οποία δεν είναι της άμεσης αρμοδιότητάς του επηρεάζουν όμως καθοριστικά την επιτυχή εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής σε σχέση με την προστασία της στιβάδας του όζοντος. Αναφέρονται ενδεικτικά οι τομείς των τελωνειακών ελέγχων και των ελέγχων της αγοράς σε ότι αφορά την εφαρμογή των περιορισμών και απαγορεύσεων που ισχύουν για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος.
Παράλληλα, συνεργάζεται με τα συλλογικά όργανα όλων των εμπλεκομένων φορέων του ιδιωτικού τομέα (φορείς της αγοράς, επαγγελματικοί φορείς) για την ενημέρωση και υποστήριξή τους ως προς την ορθή και έγκαιρη εφαρμογή της νομοθεσίας.
Επίσης, εκπροσωπεί τη χώρα στις ετήσιες συνόδους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τακτική συμμετοχή στις επιτροπές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ozone Committee, National Experts) και διατηρεί τακτική επικοινωνία και συνεργασία με την Διεύθυνση Climate Action της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Τέλος, και στα πλαίσια των διεθνών και Ευρωπαϊκών υποχρεώσεων, συντάσσει και υποβάλλει τις ετήσιες εθνικές εκθέσεις στο Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στην Κοινή Υπουργική Απόφαση 37411/1829/Ε103 (ΦΕΚ/Β/1827/11-9-2007) καθορίζονται οι αρμόδιες αρχές, τα μέτρα και οι διαδικασίες για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ και των Ευρωπαϊκών Κανονισμών για την προστασία της στιβάδας του όζοντος.
Στοιχεία επικοινωνίας:
Χρυσόστομος Τσάγκας
Focal point για τα θέματα προστασίας της Στιβάδας του Όζοντος
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Κ.Α.Π.Α / Τμήμα Α’ Κλιματικής Αλλαγής
Τηλ. 210-8625000
E-mail: ch.tsagkas@prv.ypeka.gr