Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τομείς προτεραιότητας
Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας συμμετέχει ενεργά στην διαμόρφωση των πολιτικών της ΕΕ στους τομείς αρμοδιότητάς του, προωθώντας τις θέσεις της χώρας μας στα Συμβούλια Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στις αντίστοιχες Ομάδες Εργασίας του Συμβουλίου της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι Ομάδες Εργασίας του Συμβουλίου και η ΕΜΑ Ι εξετάζουν τακτικά και σε μεγάλη συχνότητα θέματα των δύο τομέων, ενώ στις ανάλογες συναντήσεις συμμετέχουν ο Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην ΕΕ και ο αντίστοιχος εκπρόσωπος του Υπουργείου για θέματα Περιβάλλοντος ή Ενέργειας στην Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην ΕΕ. Στις Ομάδες Εργασίας της Ε.Επιτροπής συμμετέχουν εκπρόσωποι των καθ’ ύλην αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου, ανάλογα με το περιεχόμενο και την ημερήσια διάταξη των συναντήσεων.
Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος
Το Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος είναι υπεύθυνο για την περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ. Ως φορέας χάραξης πολιτικών, είναι αρμόδιο να θεσπίζει, από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, φιλόδοξη περιβαλλοντική νομοθεσία, φροντίζοντας παράλληλα να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι περιβαλλοντικές πτυχές σε άλλες πολιτικές της ΕΕ.
Σε διεθνές επίπεδο, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι τα περιβαλλοντικά πρότυπα της ΕΕ λαμβάνονται υπόψη στις διεθνείς συμφωνίες για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο, το Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την προετοιμασία των θέσεων της ΕΕ σε σχετικές διεθνείς διασκέψεις και διαπραγματεύσεις.
Το Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος πραγματοποιεί κατά κανόνα τέσσερις Τακτικές Συνόδους ετησίως (δύο ανά εξάμηνο – Προεδρία), καθώς και δύο Άτυπες Συνόδους.
Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας
Στο πεδίο της Ενέργειας, το Συμβούλιο είναι αρμόδιο, από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για τη θέσπιση νομοθεσίας σχετικά με τη λειτουργία των αγορών ενέργειας, ώστε να εξασφαλίζεται ο ενεργειακός εφοδιασμός και να προωθούνται η ενεργειακή απόδοση, οι νέες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. Το Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας συνεδριάζει συνήθως τρεις φορές το χρόνο, ανάλογα με την ημερήσια διάταξη θεμάτων, που έχουν προγραμματίσει οι κυλιόμενες Προεδρίες της ΕΕ. Συνήθως πραγματοποιούνται δυο Συμβούλια Υπουργών το πρώτο εξάμηνο του έτους (ένα στις Βρυξέλλες τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο και ένα στο Λουξεμβούργο τον Ιούνιο) και ένα το δεύτερο εξάμηνο του έτους (στις Βρυξέλλες τον Δεκέμβριο). Επίσης πραγματοποιείται ένα άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας ανά εξάμηνο σε πόλη που επιλέγει η εκάστοτε Προεδρία της ΕΕ.
Τομείς προτεραιότητας
α) Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 11 Δεκεμβρίου 2019, αποτελεί μια νέα αναπτυξιακή στρατηγική που αποσκοπεί στον μετασχηματισμό της ΕΕ σε μια δίκαιη και ευημερούσα κοινωνία, με μια οικονομία σύγχρονη, ανταγωνιστική και αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων, στην οποία ως το 2050 θα έχουν μηδενιστεί οι καθαρές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Αποσκοπεί επίσης στην προστασία, τη διατήρηση και την ενίσχυση του φυσικού κεφαλαίου της ΕΕ, καθώς και στην προστασία της υγείας και της ευημερίας των πολιτών από κινδύνους και επιπτώσεις που σχετίζονται με το περιβάλλον. Ταυτόχρονα, προβλέπει ότι η μετάβαση αυτή πρέπει να είναι δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς.
Οι προτεινόμενες πολιτικές θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν σε τέσσερις ομάδες: στην πρώτη ανήκουν οι πολιτικές που θα επιφέρουν βαθύ μετασχηματισμό, στη δεύτερη αυτές που στοχεύουν στην ενσωμάτωση της βιωσιμότητας σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ, στην τρίτη αυτές που στοχεύουν στην ανάδειξη της ΕΕ ως παγκόσμιου ηγέτη και στην τέταρτη οι πολιτικές που στοχεύουν στη μέγιστη εμπλοκή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και υλοποίησης πολιτικών.
Η εν λόγω Ανακοίνωση της Επιτροπής συνοδεύεται από έναν αρχικό χάρτη πορείας των βασικών πολιτικών και μέτρων που απαιτούνται για την επίτευξη της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, καθώς και ενδεικτικά χρονοδιαγράμματα. Ο χάρτης πορείας θα επικαιροποιείται καθώς θα εξελίσσονται οι ανάγκες και θα διαμορφώνονται οι πολιτικές. Παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι όλες οι δράσεις και οι πολιτικές της ΕΕ θα συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη παρουσιάσει νομοθετικές προτάσεις, στρατηγικές και σχέδια δράσης μεταξύ των οποίων:
Ο Ευρωπαϊκός Νόμος για το Κλίμα στοχεύει στη θέσπιση ενωσιακού κανονιστικού πλαισίου για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050. Στο πλαίσιο των αναγκαίων βημάτων για την επίτευξη του στόχου του 2050, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει ως νέο στόχο της ΕΕ για το 2030 τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Κλίμα έχει ως στόχο να κινητοποιήσει τους πολίτες, την τοπική αυτοδιοίκηση και τις οργανώσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας, ώστε να δραστηριοποιηθούν για το κλίμα και το περιβάλλον.
Η Στρατηγική για την Βιοποικιλότητα έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι η βιοποικιλότητα της Ευρώπης θα βρίσκεται σε πορεία ανάκαμψης έως το 2030. Βασικά στοιχεία της Στρατηγικής είναι η αποτελεσματική διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών καθώς και η αποκατάσταση των υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων σε ξηρά και θάλασσα.
Το Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία παρουσιάζει ένα σύνολο αλληλένδετων πρωτοβουλιών για τη θέσπιση ενός συνεκτικού πλαισίου πολιτικής, το οποίο θα καταστήσει συνήθη πρακτική τα βιώσιμα προϊόντα, τις βιώσιμες υπηρεσίες και τα βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα και θα μετασχηματίσει τα καταναλωτικά πρότυπα ώστε εξαρχής να μην παράγονται απόβλητα.
β) Στρατηγικές και Πολιτικές Ενέργειας και Κλίματος στην ΕΕ i) 2015-2019 και ii) 2020-2030.
Το διάστημα 2015 – 2019 οι πολιτικές ενέργειας και κλίματος της ΕΕ διαρθρώθηκαν γύρο από την Στρατηγική της Ενεργειακής Ένωσης, η οποία βασίζεται στους τρεις καθορισμένους στόχους της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ: α. την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, β. την βιωσιμότητα (αειφορία) και γ. την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, η στρατηγική της Ενεργειακής Ένωσης της ΕΕ επικεντρώνεται σε πέντε αλληλο-ενισχυόμενες διαστάσεις: 1. ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, 2. αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη, 3. εσωτερική αγορά ενέργειας, 4. ενεργειακή απόδοση ώστε να μετριαστεί η ζήτηση ενέργειας, απαλλαγή της οικονομίας από τις ανθρακούχες εκπομπές, 5. έρευνα, καινοτομία και ανταγωνιστικότητα. Σε εφαρμογή της Στρατηγικής της Ενεργειακής Ένωσης έως το 2019 η ΕΕ υιοθέτησε τα ακόλουθα νομοθετικά κείμενα: Οδηγία 2018/2002/ΕΕ ενεργειακής απόδοσης, Οδηγία 2018/844/ΕΕ ενεργειακής απόδοσης κτιρίων, Κανονισμός 2017/1369/ΕΕ ενεργειακής σήμανσης, Οδηγία 2018/2001/ΕΕ ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, Οδηγία 2015/1513 ποιότητας καυσίμων βενζίνης και ντίζελ, Οδηγία 2019/944/ΕΕ ηλεκτρικής ενέργειας, Κανονισμός 2019/943/ΕΕ ηλεκτρικής ενέργειας, Κανονισμός 2019/1941/ΕΕ προετοιμασίας κινδύνου, Κανονισμός 2019/942 για τον Ευρ. Οργανισμό Ρυθμιστών Ενέργεια (ACER), Κανονισμός 2018/1999/EE για την Διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης, Κανονισμός 2017/1938/ΕΕ ασφάλειας εφοδιασμού σε φ.α., Οδηγία 2019/629/ΕΕ για το φυσικό αέριο, Απόφαση 2017/684/ΕΕ θέσπισης μηχανισμού ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά τις διακυβερνητικές συμφωνίες στον τομέα της ενέργειας, Κανονισμός 2020/740 για την ενεργειακή σήμανση των ελαστικών, νέος Κανονισμός για την Διευκόλυνση της Χρηματοδότησης – CEF. Με τα ανωτέρω νομοθετικά κείμενα τέθηκαν οι στόχοι της Ένωσης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (εφεξής ΑΠΕ), την ενεργειακή απόδοση και την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου προς το 2030, καθώς και το πλαίσιο κατανομής της εθνικής προσπάθειας των κ-μ για την επίτευξη των στόχων. Σε εφαρμογή όλων των ανωτέρω τα κ-μ κατέθεσαν (με κάποιες εκπρόθεσμες εξαιρέσεις) έως το τέλος 2019 τα Ολοκληρωμένα Εθνικά Σχέδια Δράσης για την Ενέργεια και το Κλίμα, τα οποία περιγράφουν την στρατηγική των κ-μ προς το 2030.
γ) Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα
Τα κράτη μέλη (κ-μ) της ΕΕ υποχρεούνται, βάσει του νέου Κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 σχετικά με τη Διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης να καταρτίσουν δεκαετές Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για την περίοδο από το 2021 έως το 2030. Τα κ-μ υπέβαλαν στις αρχές 2019 τα προσχέδια των ΕΣΕΚ, τα οποία στη συνέχεια αποτέλεσαν αντικείμενο ενδελεχούς αξιολόγησης από την Επιτροπή, η οποία τον Ιούνιο 2019, προέβη σε Συστάσεις προς τα κ-μ για την τροποποίηση των προσχεδίων τους, με στόχο να αυξήσουν το επίπεδο φιλοδοξίας τους. Στην συνέχεια τα κ-μ όφειλαν μέχρι τις 31.12.2019 να υποβάλουν τα αναθεωρημένα ΕΣΕΚ λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις της Ευρ. Επιτροπής. Για την Ελλάδα, η Επιτροπή εξέδωσε τη σχετική Σύσταση C(2019) 4408 final/18.06.2019, η οποία λήφθηκε υπόψη κατά την αναθεώρηση και τελική υποβολή του ΕΣΕΚ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 23 Δεκεμβρίου 2019.
Το ελληνικό Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα αποτελεί ένα Στρατηγικό Σχέδιο για τα θέματα του Κλίματος και της Ενέργειας και παρουσιάζεται σε αυτό ένας αναλυτικός οδικός χάρτης για την επίτευξη συγκριμένων Ενεργειακών και Κλιματικών Στόχων έως το έτος 2030. Συγκεκριμένα, τo ΕΣΕΚ, στο σύνολό του, καθορίζει σημαντικά πιο φιλόδοξους εθνικούς ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους έως το έτος 2030, τόσο σε σχέση με το αρχικό σχέδιο ΕΣΕΚ που είχε παρουσιαστεί τον Ιανουάριο του 2019, όσο και από τους κεντρικούς Ευρωπαϊκούς στόχους που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της Ενεργειακής Ένωσης και έρχεται να συμβάλει και στη νέα Πράσινη Συμφωνία που προωθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ειδικότερα, το ΕΣΕΚ θέτει για το έτος 2030:
- αρχικά για τα θέματα της Κλιματικής Αλλαγής και των εκπομπών σημαντικά υψηλότερο κεντρικό στόχο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με μείωση που ανέρχεται σε πάνω από 42% σε σχέση με τις εκπομπές του έτους 1990 και σε πάνω από 55% σε σχέση με τις εκπομπές του έτους 2005, επιτυγχάνοντας να ξεπεράσει ακόμη και τους κεντρικούς ευρωπαϊκούς στόχους (στο αρχικό σχέδιο ΕΣΕΚ οι στόχοι αυτοί ήταν σημαντικά χαμηλότεροι και κατέληγαν σε μείωση κατά 32% και 48% αντίστοιχα). Οι νέοι αυτοί στόχοι μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είναι επίσης απαραίτητοι για να γίνει δυνατή η μετάβαση σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας έως το έτος 2050.
- για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), σημαντικά υψηλότερο στόχο σε σχέση με το μερίδιο συμμετοχής στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, αφού τίθεται πλέον στόχος για μερίδιο συμμετοχής κατ’ ελάχιστον στο 35%, αντί του 31% που είχε τεθεί στο αρχικό σχέδιο ΕΣΕΚ, και επίσης σημαντικά υψηλότερο και από τον κεντρικό Ευρωπαϊκό στόχο για τις ΑΠΕ που είναι στο 32%. Αξίζει να επισημανθεί ο ενεργειακός μετασχηματισμός που θα επιτευχθεί στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής καθώς προβλέπεται το μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας να υπερβεί το 60% και στο πλαίσιο αυτό ήδη προωθούνται και υλοποιούνται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες όπως ενδεικτικά για την απλοποίηση και επιτάχυνση του αδειοδοτικού πλαισίου, τη βέλτιστη ένταξη των ΑΠΕ στα ηλεκτρικά δίκτυα, τη λειτουργία συστημάτων αποθήκευσης, καθώς και την προώθηση της ηλεκτροκίνησης.
- για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, επίσης σημαντικά πιο φιλόδοξο στόχο σε σύγκριση με το αρχικό σχέδιο ΕΣΕΚ και υψηλότερο επίσης και από τον αντίστοιχο Ευρωπαϊκό στόχο. Ειδικότερα, τίθεται ως ποσοτικός στόχος η τελική κατανάλωση ενέργειας το έτος 2030 να είναι χαμηλότερη από αυτή που είχε καταγραφεί κατά το έτος 2017, εκπληρώνοντας απόλυτα τον σχετικό Ευρωπαϊκό δείκτη για το μέτρο της φιλοδοξίας του ΕΣΕΚ. Επιπρόσθετα, επιτυγχάνεται ποιοτικά μια βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 38%, σύμφωνα με συγκεκριμένη ευρωπαϊκή μεθοδολογία, όπου ο αντίστοιχος κεντρικός ευρωπαϊκός στόχος ανέρχεται στο 32,5% και στο αρχικό σχέδιο ΕΣΕΚ είχε τεθεί στόχος στο 32%. Η επίτευξη αυτού του φιλόδοξου στόχου θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την προστασία των καταναλωτών. Το ΕΣΕΚ περιγράφει ένα σύνολο μέτρων για τη βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης με πιο εμφατικά αυτά στον κτιριακό τομέα και στον τομέα των μεταφορών.
Το ΕΣΕΚ, περιλαμβάνει σειρά μέτρων σε όλους τους τομείς ενέργειας με στόχο την συνολική από-ανθρακοποίηση του συστήματος με παράλληλη όμως αντιμετώπιση των προκλήσεων για τις Περιφέρειες που σήμερα βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα, όπως επιτάχυνση της ηλεκτρικής διασύνδεσης των νησιών, λειτουργία του νέου μοντέλου αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενίσχυση των ενεργειακών διασυνδέσεων, ανάπτυξη στρατηγικών έργων αποθήκευσης, ψηφιοποίηση των δικτύων ενέργειας, προώθηση της ηλεκτροκίνησης, προώθηση νέων τεχνολογιών, σύζευξη των τελικών τομέων, ανάπτυξη νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, πρωτοβουλίες σε θέματα έρευνας και καινοτομίας και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας.
Το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει ως κεντρικό στόχο την πλήρη από-λιγνιτοποίηση του ενεργειακού μείγματος έως το 2028 (όλες οι παλιές Μονάδες με καύσιμο το Λιγνίτη θα παύσουν να λειτουργούν έως το 2023), με την παράλληλη προώθηση των ΑΠΕ, της ενεργειακής απόδοσης και του φυσικού αερίου (φ.α.) ως μεταβατικό καύσιμο. Το Σεπτέμβριο 2020 θα παρουσιαστεί ένα ολοκληρωμένο Master Plan – Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, που θα αποτελεί τον αναπτυξιακό οδικό χάρτη στην μετά τον λιγνίτη εποχή, και θα χρηματοδοτηθεί με τους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης και του νέου ΕΣΠΑ της προγραμματικής περιόδου 2021-2027. Το Master Plan θα κατατάξει τις κλιμακούμενες με το χρόνο δράσεις σε: α) βραχυπρόθεσμες, για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών β) μεσοπρόθεσμες, για την οικονομική αναδιάρθρωση, μέσω προσέλκυσης επενδύσεων, και γ) μεσο-μακροπρόθεσμες, για την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, με σκοπό την αξιοποίηση των ειδικοτήτων από τον υπεργολαβικό μηχανισμό της ΔΕΗ και την ολοκλήρωση των έργων αποκατάστασης των λιγνιτικών πεδίων. Το Master Plan θα στηριχθεί στα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα των λιγνιτικών περιοχών και θα περιλαμβάνει ενδεικτικά: οικονομικές – επενδυτικές δράσεις – ευκαιρίες σε τομείς όπως η ενέργεια, η έρευνα και η τεχνολογική ανάπτυξη, η βιομηχανία, η αγροτική ανάπτυξη, οι οποίες θα δημιουργήσουν πολλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Ιδιαίτερη προτεραιότητα θα δοθεί στην αποκατάσταση των ανοικτών ορυχείων και τις επενδύσεις ΑΠΕ στις λιγνιτικές περιοχές από τη ΔΕΗ ώστε να δημιουργηθούν άμεσα θέσεις εργασίας, με την επιστροφή των λιγνιτικών πεδίων στη φύση και την ανθρώπινη χρήση. Ενδεικτικά, τέλος, σημειώνεται ότι στις 8 Ιουλίου 2020 δημοσιεύτηκαν από το Πράσινο Ταμείο οι πρώτες δύο προσκλήσεις προγραμμάτων για έργα πράσινης ανάπτυξης στις λιγνιτικές περιοχές, συνολικού ύψους 31,7 εκατ. ευρώ.